Το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950 με Βρετανικά Μάτια: Γνήσια Βούληση του Κυπριακού Λαού

Χθες συμπληρώθηκαν 67 χρόνια από την ολοκλήρωση του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του Γενάρη 1950. Μέσα από μια διαδικασία συγκέντρωσης υπογραφών η οποία έμεινε γνωστή ως το Ενωτικό Δημοψήφισμα και η οποία διεξήχθη σε δύο συνεχόμενες Κυριακές­ στις 15 και 22 του Γενάρη 1950 ­το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων της Κύπρου υπέγραψαν υπέρ της Ένωσης της ιδιαίτερής τους πατρίδας με την Ελλάδα. Για την ακρίβεια συγκεντρώθηκαν 215.108 υπογραφές επί συνόλου 224.757 ατόμων που είχαν δικαίωμα ψήφου. Το εκπληκτικό αυτό ποσοστό αντιπροσώπευε το 95,7% του εκλογικού σώματος. Ας σημειωθεί ότι υπέρ της ένωσης υπέγραψαν και αρκετοί Τουρκοκύπριοι.

Το 1949 βρίσκει τη Δεξιά και την Αριστερά στην Κύπρο να συμπίπτουν στην τακτική της απαίτησης του αιτήματος για άμεση Ένωση. Η ιδέα της συγκέντρωσης υπογραφών ως μέτρο πίεσης για την εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης γεννήθηκε στους κόλπους της Κυπριακής Αριστεράς. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ σε ανακοίνωσή της τον Σεπτέμβρη του 1949 αναγγέλλει την πρόθεσή της να συγκεντρώσει υπογραφές υπέρ της Ένωσης. Η Εθναρχία υπό την καθοδήγηση του Μακαρίου Γ’, νεαρού τότε Μητροπολίτη Κιτίου και μετέπειτα πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, υιοθετεί αυτή την ιδέα και αναγγέλλει ότι θα ανελάμβανε η ίδια τη διοργάνωση του όλου εγχειρήματος. Το ΑΚΕΛ τότε, χάριν της ενότητας, ακυρώνει τα δικά του σχέδια και καλεί τα μέλη και τους οπαδούς του να ψηφίσουν υπέρ της Ένωσης στο ενωτικό δημοψήφισμα της Εθναρχίας Κύπρου. Η βρετανική αποικιακή διοίκηση απορρίπτει την πρόσκληση-πρόκληση της Εκκλησίας να αναλάβει αυτή τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος (12 Δεκέμβρη 1949). Έτσι η Εθναρχούσα Εκκλησία προχωρεί στη διοργάνωσή του τον αμέσως επόμενο μήνα.

Στο σημερινό άρθρο εξετάζονται ορισμένες πτυχές της εκλογικής διαδικασίας του δημοψηφίσματος με βάση την έκθεση τού τότε Βρετανού διοικητή της επαρχίας Λεμεσού, Αrthur Frederick John Reddaway. Δέκα ημέρες μετά την ολοκλήρωση του δημοψηφίσματος, ο Αrthur Reddaway υποβάλλει προς τον Αποικιακό Γραμματέα του Κυβερνείου της Λευκωσίας δεκασέλιδη έκθεση, περιγράφοντας τα γεγονότα τα οποία διαδραματίστηκαν στην επαρχία του λίγο πριν αλλά και μετά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Η εκτίμηση του κυβερνήτη Αndrew Wright, όπως διατυπώθηκε σε συνοδευτική τής έκθεσης επιστολή του προς τον υπουργό Αποικιών Αrthur Creech Jones, ήταν ότι η έκθεση του Reddaway εξέθετε με αξιέπαινη σαφήνεια τόσο την πραγματική αλληλουχία των γεγονότων κατά τη διάρκεια του μήνα όσο και τη στάση της Δεξιάς αλλά και της Αριστεράς σχετικά με τη συγκέντρωση των υπογραφών που ολοκληρώθηκε σαν σήμερα στις 22 του Γενάρη 1950. Αν και η έκθεση αναφέρεται σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην επαρχία Λεμεσού, σημειώνει ο κυβερνήτης, μπορεί δίκαια να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει την κατάσταση που επικρατούσε σε όλο το νησί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα (εμπιστευτική επιστολή τού κυβερνήτη, 13 Φλεβάρη 1950). Ας σημειώσουμε ότι ο Reddaway, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Reading, υπηρετούσε στην αποικιακή διοίκηση στην Κύπρο από το 1938. Το 1950 τον βρίσκει διοικητή της επαρχίας Λεμεσού σε ηλικία μόλις 33 χρόνων.

Στο διάστημα των δώδεκα πρώτων ημερών του 1950, η πόλη της Λεμεσού γνώρισε επτά και η επαρχία της 98 συγκεντρώσεις υπέρ του Ενωτικού Δημοψηφίσματος. Απ’ αυτές, 81 οργανώθηκαν από τη Δεξιά και 24 από την Αριστερά. Ενδεικτικά ο Reddaway αναφέρει ότι με βάση τα δεδομένα της Κύπρου ο τόνος των ομιλιών της Δεξιάς ήταν ήπιος και όχι έντονα αντιβρετανικός. Ενώ για τους ομιλητές της Αριστεράς σημειώνει ότι ήταν σαφώς πιο προκλητικοί και υβριστικοί, αλλά και πάλι δεν έφθαναν τα συνηθισμένα τους επίπεδα συμπεριφοράς. Ο Βρετανός διοικητής πρόσθεσε ότι δεν αντιμετώπισε επικρίσεις αναφορικά με την απόφασή του να μην επιτρέψει άλλες συναντήσεις μετά τις 12 του μήνα. Ανέφερε μάλιστα ότι αυτή του η απόφαση καλωσορίστηκε από τη Δεξιά και τη μετριοπαθή κοινή γνώμη και συνέβαλε στο να μειωθεί ο καλπάζων ενθουσιασμός. Ο Reddaway έφθασε μέχρι του σημείου να ισχυριστεί ότι επειδή η αποικιακή κυβέρνηση έδειξε να είναι διατεθειμένη να λάβει σοβαρά υπόψη την πιθανότητα προκλήσεως ταραχών με αφορμή το δημοψήφισμα η Δεξιά «συνετίστηκε» και ότι πιθανόν στο μέλλον θα σκέφτονταν λίγο περισσότερο τους κινδύνους που εμπερικλείονται πριν αρχίσουν διαδηλώσεις σε παγκύπρια κλίμακα.

Οι Συγκεντρώσεις

Μολαταύτα ο Βρετανός διοικητής παρατήρησε ότι γνωστοί εθνικιστές του Εθναρχικού Συμβουλίου παρευρέθηκαν σε εκδήλωση της Αριστεράς και επευφήμησαν τις ομιλίες τού αριστερού δημάρχου της Λεμεσού και του επαρχιακού γραμματέα του ΑΚΕΛ. Με σαφή ειρωνική διάθεση ο Reddaway διερωτήθηκε αν οι εθνικιστές ηγέτες Δρ Σωκράτης Τορναρίτης και Δρ Μάριος Τριτοφτίδης επεφύλαξαν τα θερμότερά τους χειροκροτήματα για την ακόλουθη παρατήρηση του δημάρχου Λεμεσού: Ξέρουμε ότι αν η Ένωση πραγματοποιηθεί σήμερα, εμείς (οι αριστεροί) θα είμαστε οι πρώτοι που θα εξοριστούμε, θα φυλακιστούμε και θα δολοφονηθούμε. Αν σκεφθεί κανείς ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Μητρόπολης Κιτίου το εκλογικό σώμα της πόλης της Λεμεσού ήταν το 1950 μόλις γύρω στα 13,000 άτομα (όπως θα δούμε παρακάτω ο ακριβής αριθμός είναι δύσκολο να εξακριβωθεί), οι 2,500 περίπου παρευρεθέντες στην ενωτική εκδήλωση της Αριστεράς αποτελούσαν ήδη το 20% των ψηφοφόρων. Η βρετανική έκθεση παρατηρεί ότι παρά το γεγονός ότι η συγκέντρωση ήταν οργανωμένη από την Αριστερά, υπήρχαν στο ακροατήριο αρκετοί εθνικιστές. Παρά την αναγνώριση του πηγαίου ενθουσιασμού, που ήταν άλλωστε πασιφανής στις πόλεις, και της σύμπνοιας που επικράτησε ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά για το δημοψήφισμα, οι Βρετανοί αποικιοκράτες κατηγόρησαν και την Εκκλησία και την Αριστερά για άσκηση πίεσης στους ανυποψίαστους ψηφοφόρους της κυπριακής υπαίθρου. Ο Reddaway αναφέρει ότι όσοι από τους κυβερνητικούς υπαλλήλους της υπαίθρου, μουκτάρηδες (κοινοτάρχες) και χωροφύλακες των χωριών αρνήθηκαν να υπογράψουν βρέθηκαν σε αρκετά δυσάρεστη θέση, για να προσθέσει, φοβάμαι ότι αν δεν έχει πετύχει τίποτα άλλο με το δημοψήφισμα, η Εθναρχία έχει τουλάχιστον πετύχει να προκαλέσει έχθρα εναντίον ενός αριθμού ευυπόληπτων και πιστών υποστηρικτών της κυβέρνησης στην ύπαιθρο. Θα είναι απίθανο να αφήσουν οι ταραξίες στα χωριά τέτοια συναισθήματα να πεθάνουν.

Ο Ρόλος του Μακαρίου

Κάνοντας λόγο για τον Μακάριο, ο Reddaway ισχυρίστηκε ότι ο τριάντα-εξάχρονος τότε Μητροπολίτης Κιτίου επισκέφθηκε πέντε χωριά στις 15 του Γενάρη και ξέπεσε στο να εκβιάζει τους κοινοτάρχες τους να υπογράψουν υπέρ της Ένωσης. Επικαλούμενος τους πληροφοριοδότες του, ο Βρετανός διοικητής παρατήρησε ότι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος φαίνεται να ήταν κατά πολύ διαφορετική από εκκλησία σε εκκλησία. Παραδέχτηκε ότι οι περισσότεροι ιερείς κατέβαλαν κάποια προσπάθεια να περιορίσουν τη νοθεία, αλλά, παραπέμποντας και πάλι στους πληροφοριοδότες του, πρόσθεσε πως αυτοί γενικά συμφωνούν ότι:

(α) Οι ιερείς δεν ήταν και ιδιαίτερα σχολαστικοί στην εφαρμογή του ορίου ηλικίας των 18 χρόνων κατά την ετοιμασία των εκλογικών καταλόγων.

(β) Ένα μέλος μίας οικογένειας μπορούσε να ψηφίσει [υπογράψει] εκ μέρους άλλων μελών της ίδιας οικογένειας.

(γ) Επετράπη σε άτομα που ισχυρίστηκαν ότι ήταν γραμμένα σε ένα εκλογικό κέντρο να υπογράψουν σε ένα άλλο χωρίς να εξεταστεί επισταμένως η ταυτότητά τους.

Με βάση τα πιο πάνω, γράφει ο Reddaway, δεν ξενίζει το γεγονός ότι ο αριθμός των υπογραφών στην πόλη της Λεμεσού στην πραγματικότητα ξεπέρασε τον αριθμό των καταχωρημένων ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους που ετοιμάστηκαν από τους ιερείς. Για να προσθέσει αμέσως συμπερασματικά:

Αυτό δεν φαίνεται στα δημοσιευμένα αποτελέσματα (του δημοψηφίσματος) και υποθέτω ότι αντιλαμβανόμενοι το παράλογο (της υπόθεσης), οι διοργανωτές γρήγορα διόρθωσαν τους αρχικούς καταλόγους με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ένα λογικό περιθώριο. Ο αρχικός αριθμός των ψηφοφόρων στον κατάλογο ήταν 12,898, ο αριθμός των συγκεντρωμένων υπογραφών 12,991 και ο αριθμός των ψηφοφόρων στον αναθεωρημένο εκλογικό κατάλογο 13,235. Σε ένα χωριό, τα Αγρίδια, οι διοργανωτές προφανώς παρέλειψαν να διορθώσουν τον αρχικό κατάλογο, αφού συγκεντρώθηκαν 273 υπογραφές έναντι 269 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.

Όπως φαίνεται και από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, παρά τα φαινόμενα νοθείας που σε κάποιο βαθμό παρατηρήθηκαν, στην πόλη της Λεμεσού λίγοι, αν όχι κανείς, από τους μετριοπαθείς ή φιλοβρετανούς πολίτες απέφυγαν να υπογράψουν. Για παράδειγμα, ένας γνωστός φιλοβρετανός, ο σερ Παναγιώτης Κακογιάννης υπέγραψε εν μέσω επευφημιών το πρωί της 15ης Γενάρη. Δεν νομίζω ότι η κοινή γνώμη, της Λεμεσού τουλάχιστον, επικρίνει αυτόν και άλλους φιλοκυβερνητικούς γιατί υπέγραψαν υπέρ της Ένωσης εξηγεί ο Reddaway. Οι φιλοβρετανοί εξηγούν τη στάση τους αυτή με βάση έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω λόγους σύμφωνα με τον Βρετανό διοικητή:

(α) Γιατί είναι ειλικρινά δεσμευμένοι με την «Ένωση» ως ιδανικό.

(β) Θεωρούν το δημοψήφισμα ως ένα ακόμη πολιτικό κόλπο και υπέγραψαν απλά για να αποφύγουν φασαρίες και γνωρίζοντας σαφώς ότι δεν σήμαινε τίποτα.

(γ) Θεωρούν ότι η κυβέρνηση μπορεί να μέμφεται μόνο τον εαυτό της διότι έχει επιτρέψει να φτάσει η κατάσταση σε τέτοιο βαθμό εκτός ελέγχου, που να μην μπορούν οι φίλοι της να διακινδυνέψουν τις συνέπειες μιας δημόσιας δήλωσης υποστήριξής της.

(δ) Σε συνέχεια του πιο πάνω λόγου, θα ήταν καλύτερα να έχουμε Ένωση και να τελειώνουμε, παρά να συνεχίζεται η σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Η ελληνική κυβέρνηση θα έβαζε τους κομμουνιστές τουλάχιστον στη θέση τους και τα οικονομικά μειονεκτήματα θα αντισταθμίζονταν σε κάποιο βαθμό από τον τερματισμό της αβεβαιότητας σχετικά με το μέλλον της νήσου, πράγμα που είναι τόσο κακό για τη μακροπρόθεσμη εμπορική ανάπτυξη.

(ε) Όποιος αρνιόταν να υπογράψει το δημοψήφισμα θα μπορούσε βεβαίως να αποχαιρετήσει την οποιαδήποτε προοπτική πολιτικής ανέλιξής του στην Κύπρο, πόσο μάλλον προοπτική επηρεασμού των συμπατριωτών του υπέρ της συνεργασίας με την κυβέρνηση.

Μία εβδομάδα μετά τη λήξη του δημοψηφίσματος και αφού οι πανηγυρισμοί κόπασαν, γεννήθηκαν δύο βασικά ερωτήματα:

(1) Θα συνεχιζόταν η «εκεχειρία» μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς;

(2) Ποιες θα ήταν οι επόμενες ενέργειες αξιοποίησης του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος;

Ο Reddaway εκτιμά ότι όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, στη Λεμεσό κανένας δεν αμφέβαλλε ότι η απάντηση ήταν αρνητική. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τον τρόπο με τον οποίο η Δεξιά αντιμετώπισε την πρόταση της Αριστεράς για συνεργασία στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος. Η στάση της Δεξιάς ήταν υπεροπτική και προσβλητική απέναντι στην Αριστερά. Έτσι η τελευταία, μη έχοντας άλλα περιθώρια αντίδρασης, κατηγόρησε τη Δεξιά για ανειλικρίνεια στις προθέσεις της και δήλωσε αποφασισμένη να αναλάβει η ίδια την προώθηση των ενδεδειγμένων ενεργειών για την αξιοποίηση του αποτελέσματος του ενωτικού δημοψηφίσματος στο εξωτερικό.

Το γεγονός αυτό δεν ήταν τίποτα καινούργιο. Η Δεξιά ανέκαθεν επεδείκνυε δυσπιστία και καχυποψία σε προτάσεις συνεργασίας τις οποίες διατύπωνε κατά καιρούς η ηγεσία της Αριστεράς. Τρία χρόνια νωρίτερα, το 1947, η Δεξιά είχε και πάλι αγνοήσει τις προτροπές της Αριστεράς, εν όψει Διασκεπτικής, για από κοινού κατοχύρωση της αποχής όχι μόνον από τη συνταγματική διαπραγμάτευση αλλά και από κάθε συνεργασία με το αποικιακό καθεστώς. Τώρα προστέθηκε και μια σημαντική διαφορά εκτίμησης ως προς τον χρόνο και τον τρόπο παρουσίασης των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος στον ΟΗΕ.

Η Αριστερά επεδίωκε την άμεση ανακίνηση του αιτήματος της αυτοδιάθεσης της Κύπρου στον διεθνή οργανισμό μέσω μιας σοβιετικής ή άλλης ανατολικοευρωπαϊκής πρωτοβουλίας. Αντίθετα, η κυπριακή Δεξιά τηρούσε στάση αναμονής μέχρι τη διενέργεια εκλογών στην Ελλάδα και στη Βρετανία. Κατόπιν θα κατέβαλε προσπάθεια να πείσει τη νέα κυβέρνηση των Αθηνών να εγγράψει το θέμα στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Σε περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση κωλυσιεργούσε, φημολογείτο στο νησί ότι θα προσεγγιζόταν είτε η Αίγυπτος είτε η Ινδία για αυτό τον σκοπό. Για την ώρα, όμως, η τακτική τής Δεξιάς περιοριζόταν στην παρουσία των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος σε Αθήνα και Λονδίνο.